Εφυγε από τη ζωή σε ηλικία 97 ετών, ο Ηλίας Καπλανίδης τελευταίος επιζών του Μπλόκου της Κοκκινιάς. Ο Δήμος Νίκαιας - Αγ. Ι. Ρέντη τον είχε τιμήσει στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για το Μπλόκο της Κοκκινιάς «40 μέρες μετά..».
Σε συνέντευξή του στην Καθημερινή, ο Ηλίας Καπλανίδης γύρισε τον χρόνο πίσω, στην ημέρα που η Κοκκινιά βάφτηκε με το αίμα περισσότερων από 200 συμπατριωτών του. Ξημέρωνε 17 Αυγούστου του 1944 και τα γεγονότα της ημέρας εκείνης θα καταγράφονταν στην Ιστορία ως το «Μπλόκο της Κοκκινιάς». Ακολουθεί μέρος της αφήγησής του στην εφημερίδα:
«Από τις τρεις το ξημέρωμα, όλη η Κοκκινιά, από τα προάστια ακόμη, αρχίσαμε σιγά σιγά να μαζευόμαστε στην πλατεία. Καμιά τριανταριά χιλιάδες άνθρωποι βρεθήκαμε εκεί. Εγώ έφτασα μαζί με τον πατέρα μου, αλλά αργότερα μας χώρισαν. Από 15 έως 25 χρόνων μάς έβαζαν σε μία σειρά, από 25 έως 35 σε μια άλλη, μέχρι 50 σε άλλη κ.ο.κ.».
«Εκείνη την ημέρα οι Γερμανοί είχαν κλείσει όλες τις εισόδους και εξόδους, από τα σύνορα του Ρέντη, του Ανω Κορυδαλλού, της Αμφιάλης μέχρι και τον Πειραιά. Δηλαδή όλες όσες έβγαζαν στη γειτονιά μας. Μπλόκο για να μη φύγει κανείς. Οι Γερμανοί μάς είχαν άχτι γιατί εκείνη την περίοδο στην Κοκκινιά γίνονταν πολλές οδομαχίες. Δεν ήθελαν την Αντίσταση. Τους βοήθησαν οι δωσίλογοι που μαρτυρούσαν τους κομμουνιστές. Εγώ δεν τους είδα με κουκούλα εκείνη την ημέρα, όπως έχει γραφτεί. Κάποιους τους αναγνώρισα. Ο ένας ήταν κουρέας εδώ στη γειτονιά, ο άλλος ήταν στην πλατεία της Χαλκηδόνας. Τους ήξερα. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα».
«Ηταν από πάνω μας ένας Γερμανός μαζί με ένα δικό μας προδότη. Ελεγαν “ψηλά τα κεφάλια” για να αναγνωρίσουν. Ξαφνικά, τον ακούω να λέει “σήκω εσύ”. Πήγα να σηκωθώ και ρωτάω: “Εμένα λες;” – “Τον διπλανό”, απάντησε. Τον πήραν και τον εκτέλεσαν. Πρέπει να ήταν γύρω στα 18. Νέο παιδί, μαζεμένο, ήσυχο. Πήγε άδικα».
Συνολικά 75 άτομα, ενεργά μέλη της Αντίστασης, εκτελέστηκαν στις 17 Αυγούστου του 1944 στη Μάντρα της Κοκκινιάς, στον χώρο ενός παλιού ταπητουργείου. Υπολογίζεται ότι την ίδια ημέρα ο συνολικός αριθμός των εκτελεσμένων στο Μπλόκο ξεπέρασε τους 200, ενώ 3.000 Κοκκινιώτες μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Χαΐδαρίου. Από αυτούς, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Γερμανού ιστορικού Χάγκεν Φλάισερ, οι 1.300 οδηγήθηκαν σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, ενώ οι 335 δε γύρισαν ποτέ. Είχε προηγηθεί η Μάχη της Κοκκινιάς (4 -8 Μαρτίου του 1944), κατά την οποία 300 αντιστασιακοί οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο, στο Χαϊδάρι. Εκεί οι 37 εκτελέστηκαν και οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μανχάιμ.
«Εμένα μαζί με άλλα περίπου 20 παιδιά μάς είχαν βάλει από τη μία το μεσημέρι σε μια γωνιά της πλατείας. Οταν άρχισε να δύει ο ήλιος μάς άφησαν να φύγουμε. Τους μεγάλους τους κράτησαν για καμιά ώρα ακόμη. Υστερα πήραν όσους ήθελαν και τους υπόλοιπους τους έδιωξαν».
Εκείνο το βράδυ όλη η γειτονιά ήταν μπροστά στις πόρτες. Ο καθένας περίμενε κάποιον δικό του να γυρίσει. Ακουγες να λένε «δεν ήρθε» και άρχιζαν οι φωνές και τα κλάματα.
«Με τον πατέρα μου, ανταμωθήκαμε αργότερα στο σπίτι. Εκείνο το βράδυ όλη η γειτονιά ήταν μπροστά στις πόρτες. Ο καθένας περίμενε κάποιον δικό του να γυρίσει. Ακουγες να λένε “δεν ήρθε” και άρχιζαν οι φωνές και τα κλάματα».
Στο απέναντι σπίτι, γύρισε μόνο το ένα από τα τρία παιδιά της οικογένειας Χατζηλία που είχαν πάρει οι Γερμανοί. Ο Χαράλαμπος, φίλος του Ηλία Καπλανίδη, ήταν εκείνος που επέστρεψε το ίδιο βράδυ, ενώ τα δύο αδέλφια του μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία.
«Ευτυχώς κατάφεραν να γυρίσουν στην Ελλάδα ύστερα από καιρό και να ζήσουν εδώ για πολλά χρόνια ακόμη»,